καταλογιστέος

καταλογιστέος
-α, -ο
αυτός που πρέπει να καταλογιστεί, να αποδοθεί σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταλογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”